ακοντίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακοντίστρια < ακοντιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακοντίστρια θηλυκό
- (αθλητισμός) → δείτε τη λέξη ακοντιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακοντίστρια
|