ακοντισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακοντισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκοντισμός (ρίξιμο ακοντίου)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kon.diˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐ντι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακοντισμός αρσενικό
- (αθλητισμός) αγώνισμα κατά το οποίο ο ακοντιστής προσπαθεί να ρίξει ένα ακόντιο και να σφηνώσει στο χώμα με στόχο το ακόντιο να έχει διανύσει μια μακρινή απόσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακοντισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)