ακοολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοολογικός η ακοολογική το ακοολογικό
      γενική του ακοολογικού της ακοολογικής του ακοολογικού
    αιτιατική τον ακοολογικό την ακοολογική το ακοολογικό
     κλητική ακοολογικέ ακοολογική ακοολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοολογικοί οι ακοολογικές τα ακοολογικά
      γενική των ακοολογικών των ακοολογικών των ακοολογικών
    αιτιατική τους ακοολογικούς τις ακοολογικές τα ακοολογικά
     κλητική ακοολογικοί ακοολογικές ακοολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακοολογικός < ακοολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ακοολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]