ακοομέτρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακοομέτρης αρσενικό
- (επάγγελμα) πρόσωπο που διεξάγει ακοομετρήσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακοομέτρης