ακοπάνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.koˈpa.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐πά‐νι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακοπάνιστος, -η, -ο
- που δεν το έχουν κοπανίσει, ώστε να κατακερματιστεί ή να τριφτεί
- (σπάνιο) που δεν τον βάρεσαν με τον κόπανο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν το έχουν κοπανίσει
|
που δε τον βάρεσαν με το κόπανο
|