ακορδέλιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακορδέλιαστος < α- + (κορδελιάζω) κορδελιασ- + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακορδέλιαστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν κορδελιάσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κορδελιάζω και κορδέλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακορδέλιαστος
|