ακοστολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ko.stoˈlo.ʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐στο‐λό‐γη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακοστολόγητος, -η, -ο
- που δεν έχει κοστολογηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακοστολόγητος
|