Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακουάριο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακουάριο τα ακουάρια
      γενική του ακουάριου
& ακουαρίου
των ακουάριων
& ακουαρίων
    αιτιατική το ακουάριο τα ακουάρια
     κλητική ακουάριο ακουάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακουάριο < ιταλική acquario < λατινική aquarium < aqua

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακουάριο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • ακουάριουμ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)