ακουβάλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακουβάλητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν κουβαλήσει, δεν τον έχουν μεταφέρει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακουβάλητα
- → δείτε τη λέξη κουβαλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουβάλητος