ακουστική κιθάρα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουστική κιθάρα < αγγλική acoustic guitar, όρος που επινοήθηκε μετά την εφεύρεση της ηλεκτρικής κιθάρας για να γίνει η αντιδιαστολή με το νέο τύπου ηλεκτρικό όργανο που δεν είχε κοίλο σώμα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ακουστική κιθάρα θηλυκό
- η κιθάρα που παράγει τον ήχο της με το ηχείο της και όχι με ηλεκτρικά μέσα
- (ειδικότερα) κιθάρα με κοίλο σώμα και συρμάτινες χορδές, κατάλληλη για συνοδεία τραγουδιών, πχ μπλουζ ή ροκ
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
- ακουστική κιθάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουστική κιθάρα