ακουτσομπόλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουτσομπόλευτος < α- + κουτσομπολεύω + -τος < κουτσο- (< κουτσός < μεσαιωνική ελληνική κουτσός < υστερολατινική coxus (χωλός, ακουτσομπόλευτος) < λατινικά coxa (ισχίο, γοφός, μηρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-) + μπολεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐμπολεύω < αρχαία ελληνική ἐμπολέω / ἐμπολῶ (συμφυρμός με το πολεύω) < πολέω / πολῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
ακουτσομπόλευτος
- που δεν τον κουτσομπολεύουν
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακουτσομπόλευτα
- → δείτε τις λέξεις κουτσομπολεύω και κουτσός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουτσομπόλευτος
|