ακοόγραμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακοόγραμμα τα ακοογράμματα
      γενική του ακοογράμματος των ακοογραμμάτων
    αιτιατική το ακοόγραμμα τα ακοογράμματα
     κλητική ακοόγραμμα ακοογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακοόγραμμα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική. Μορφολογικά, ακο(ή} + -ο-] + γράμμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.koˈo.ɣɾa.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακοόγραμμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]