ακούγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακούγομαι, παθητικη φωνή του ακού(γ)ω
Ρήμα
[επεξεργασία]ακούγομαι, πρτ.: ακουγόμουν, στ.μέλλ.: θα ακουστώ, αόρ.: ακούστηκα, μτχ.π.π.: ακουσμένος
- με ακούν, παράγω ήχο και η παρουσία μου γίνεται αντιληπτή χάρη στον ήχο που παράγω
- ένα πιάνο ακουγόταν να παίζει στο διπλανό σπίτι
- μπορεί κάποιος να με ακούσει
- η καμπάνα ακούγεται από μεγάλη απόσταση
- (με γενική προσώπου) δημιουργώ σε κάποιον που με ακούει μια ορισμένη εντύπωση
- κάτι δεν πρέπει να είναι σωστό, μου ακούγεται παράξενα
- (στο γ' πρόσωπο) για φήμη που διαδίδεται
- ακούστηκε ότι θα γίνουν νέες περικοπές
- γίνομαι ανεκτός όταν κάποιος με ακούει
- αυτή η μουσική δεν ακούγεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ακούω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακούγομαι | ακουγόμουν(α) | θα ακούγομαι | να ακούγομαι | ||
β' ενικ. | ακούγεσαι | ακουγόσουν(α) | θα ακούγεσαι | να ακούγεσαι | (ακούγου) | |
γ' ενικ. | ακούγεται | ακουγόταν(ε) | θα ακούγεται | να ακούγεται | ||
α' πληθ. | ακουγόμαστε | ακουγόμαστε ακουγόμασταν |
θα ακουγόμαστε | να ακουγόμαστε | ||
β' πληθ. | ακούγεστε | ακουγόσαστε ακουγόσασταν |
θα ακούγεστε | να ακούγεστε | (ακούγεστε) | |
γ' πληθ. | ακούγονται | ακούγονταν ακουγόντουσαν |
θα ακούγονται | να ακούγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακούστηκα | θα ακουστώ | να ακουστώ | ακουστεί | ||
β' ενικ. | ακούστηκες | θα ακουστείς | να ακουστείς | |||
γ' ενικ. | ακούστηκε | θα ακουστεί | να ακουστεί | |||
α' πληθ. | ακουστήκαμε | θα ακουστούμε | να ακουστούμε | |||
β' πληθ. | ακουστήκατε | θα ακουστείτε | να ακουστείτε | ακουστείτε | ||
γ' πληθ. | ακούστηκαν ακουστήκαν(ε) |
θα ακουστούν(ε) | να ακουστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ακουστεί | είχα ακουστεί | θα έχω ακουστεί | να έχω ακουστεί | ακουσμένος | |
β' ενικ. | έχεις ακουστεί | είχες ακουστεί | θα έχεις ακουστεί | να έχεις ακουστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ακουστεί | είχε ακουστεί | θα έχει ακουστεί | να έχει ακουστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ακουστεί | είχαμε ακουστεί | θα έχουμε ακουστεί | να έχουμε ακουστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ακουστεί | είχατε ακουστεί | θα έχετε ακουστεί | να έχετε ακουστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ακουστεί | είχαν ακουστεί | θα έχουν ακουστεί | να έχουν ακουστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακούγομαι
|