ακούεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀκούεις

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακούεις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκούεις < ἀκούω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈku.is/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κού‐εις

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ακούεις