ακούεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακούεις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκούεις < ἀκούω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈku.is/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κού‐εις
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ακούεις
- (ιδιωματικό, σπάνιο) ασυναίρετη μορφή του ακούς: β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ακούω
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)