ακούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακούω < αρχαία ελληνική ἀκούω
Ρήμα[επεξεργασία]
ακούω και ακούγω, πρτ.: άκουγα, στ.μέλλ.: θα ακούσω, αόρ.: άκουσα, παθ.φωνή: ακούγομαι, μτχ.π.π.: ακουσμένος
- (αμετάβατο) έχω την αίσθηση της ακοής
- Κάτι έπαθε μετά το ατύχημα και δεν ακούει πια.
- (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους με το αφτί
- Οι φοιτητές άκουγαν τη διάλεξη με μεγάλη προσοχή.
- (μεταβατικό) πληροφορούμαι
- Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- (μεταβατικό) Έχω προτίμηση σε κάποιο είδος μουσικής
- -Τι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούω ροκ ή κλασική μουσική.
- δίνω την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
- Ακούστε με, σας παρακαλώ!
- (αρνητικά) δε με ενδιαφέρει κάτι
- Δεν ακούω τίποτα! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει.
- υπακούω
- Αυτό το παιδί δε με ακούει πια καθόλου.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άκου πράματα: (όπως παραπάνω)
- ακούς εκεί: (επιφωνηματικά) τι ανόητο, τι αδιανόητο, τι απρεπές
- άκουσον, άκουσον! (ἄκουσον, ἄκουσον!)
- άκουσον Κύριε! (ἂκουσον Κύριε!)
- ακούω τα εξ αμάξης
- ακούω τα σχολιανά μου
- ακούω τον αναβαλλόμενο
- ακούω τον εξάψαλμο
- πάταξον μεν, άκουσον δε (πάταξον μέν, ἄκουσον δέ) (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 11.3)
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω (ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω) (Τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, η')
- σα σ' ακούω: τι είναι αυτά που λες; (έκφραση δυσαρέσκειας)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Επίσης, πιο σπάνιοι τύποι: ακούεις, ακούομε, ακούετε, κ.λπ.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακούω | άκουγα | θα ακούω | να ακούω | ακούγοντας | |
β' ενικ. | ακούς | άκουγες | θα ακούς | να ακούς | άκου / άκουγε | |
γ' ενικ. | ακούει | άκουγε | θα ακούει | να ακούει | ||
α' πληθ. | ακούμε | ακούγαμε | θα ακούμε | να ακούμε | ||
β' πληθ. | ακούτε | ακούγατε | θα ακούτε | να ακούτε | ακούετε | |
γ' πληθ. | ακούνε | άκουγαν ακούγανε |
θα ακούνε | να ακούνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άκουσα | θα ακούσω | να ακούσω | ακούσει | ||
β' ενικ. | άκουσες | θα ακούσεις | να ακούσεις | άκου / άκουσε | ||
γ' ενικ. | άκουσε | θα ακούσει | να ακούσει | |||
α' πληθ. | ακούσαμε | θα ακούσουμε | να ακούσουμε | |||
β' πληθ. | ακούσατε | θα ακούσετε | να ακούσετε | ακούστε | ||
γ' πληθ. | άκουσαν ακούσαν(ε) |
θα ακούσουν(ε) | να ακούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακούσει | είχα ακούσει | θα έχω ακούσει | να έχω ακούσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακούσει | είχες ακούσει | θα έχεις ακούσει | να έχεις ακούσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακούσει | είχε ακούσει | θα έχει ακούσει | να έχει ακούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακούσει | είχαμε ακούσει | θα έχουμε ακούσει | να έχουμε ακούσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακούσει | είχατε ακούσει | θα έχετε ακούσει | να έχετε ακούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακούσει | είχαν ακούσει | θα έχουν ακούσει | να έχουν ακούσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αίσθηση ακοής
παρακολούθηση λεγόμενων άλλων
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
ακούω
|