ακράτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακράτητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκράτητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈkɾa.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρά‐τη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακράτητος, -η, -ο
- ο αχαλιναγώγητος, ο ασυγκράτητος, που δεν μπορεί να κρατηθεί, άνθρωπος ή ορμή, τάση ή και ανάγκη
- ↪ ακράτητα γέλια, ακράτητη λαχτάρα
- ↪ έχω μια ακράτητη ανάγκη να πάω στην τουαλέτα, με συγχωρείτε
- ↪ Όρμησε ακράτητος στα αποδυτήρια, αλλά με το πού κατάφερε να ...
- ≈ συνώνυμα: ακάθεκτος, ακατάσχετος
- ≠ αντώνυμα: συγκρατημένος
- που δεν έχει κρατηθεί, δεν τον έχουν παραγγείλει, δεν τον έχουν "κλείσει", δεν έχει γίνει γι' αυτόν καμία κράτηση
- ↪ Έχουμε ακόμα μερικές ακράτητες θέσεις, αλλά βιαστείτε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακράτητα (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν μπορεί να κρατηθεί
που δεν έχει ήδη για αυτόν καμιά κράτηση
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)