ακρεμών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακρεμών < αρχαία ελληνική ἀκρεμών < ἄκρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρεμών αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀκρεμών)
- (λόγιο, τυπογραφία) άλλη μορφή του ακρεμόνας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άκρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακρεμών
|