ακριβοδίκαια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακριβοδίκαια < ἀκριβοδικαίως στην καθαρεύουσα < από το ουδέτερο του ἀκριβοδίκαιος + την επιρρηματική κατάληξη -ως < αρχαία ελληνική ή (ελληνιστική κοινή) ἀκριβοδίκαιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακριβοδίκαια
- με ιδιαίτερα δίκαιο τρόπο που να μην αδικεί κανένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριβοδίκαια
|