ακριβοεξετάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακριβοεξετάζω < ακριβός + -ο- + εξετάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ακριβοεξετάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]