ακριβοθώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακριβοθώρητος < (ακριβοθωρώ) ακριβοθωρη- + -τος[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε ακριβο- + (θωρώ) θωρη- + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾi.voˈθo.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐θώ‐ρη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακριβοθώρητος, -η, -ο
- που τον βλέπουμε σε αραιά χρονικά διαστήματα
- αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον πλησιάσει
- (μεταφορικά) ο πολύτιμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριβοθώρητος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακριβοθώρητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ακριβο- από το ακριβός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)