ακριβολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακριβολογία < αρχαία ελληνική ἀκριβολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακριβολογία θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ακριβής διατύπωση που δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνειών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακριβόλογα
- ακριβολογημένα
- ακριβολογημένος
- ακριβολογικά
- ακριβολογικός
- ακριβολόγος
- ακριβολογώ
- ανακριβολογία
- ανακριβολόγος
- ανακριβολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριβολογία