ακροβάτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροβάτισσα οι ακροβάτισσες
      γενική της ακροβάτισσας των ακροβατισσών
    αιτιατική την ακροβάτισσα τις ακροβάτισσες
     κλητική ακροβάτισσα ακροβάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακροβάτισσα < ακροβάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾoˈva.ti.sa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακροβάτισσα θηλυκό

(επάγγελμα) θηλυκό του ακροβάτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ακροβάτης