ακροβολισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροβολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακροβολίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ακροβολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ακροβολίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροβολισμένος
|