ακροβολιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροβολιστής οι ακροβολιστές
      γενική του ακροβολιστή των ακροβολιστών
    αιτιατική τον ακροβολιστή τους ακροβολιστές
     κλητική ακροβολιστή ακροβολιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακροβολιστής < αρχαία ελληνική ἀκροβολιστής < ἀκροβόλος < ἄκρος + βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακροβολιστής αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που πολεμά σε αραιή διάταξη, δηλαδή του οποίου η μονάδα έχει διασκορπιστεί σε ολόκληρο το πεδίο μάχης
  2. ελεύθερος σκοπευτής σε ψηλό σημείο (άκρο) συχνά κρυφός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]