ακροδέκτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροδέκτης οι ακροδέκτες
      γενική του ακροδέκτη των ακροδεκτών
    αιτιατική τον ακροδέκτη τους ακροδέκτες
     κλητική ακροδέκτη ακροδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακροδέκτης < ακρο- + δέκτης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾoˈðe.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐δέ‐κτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακροδέκτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]