ακροκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ακροκεντρικός < ακρο- + κεντρικός λόγιο ενδογενές δάνειο: όπως στη γαλλική acrocentrique < acro- + centr- < αρχαία ελληνική ἄκρον + κέντρον + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.cɾo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ακροκεντρικός, -ή, -ό
- (βιολογία) με το κεντρομερίδιο κοντά στην άκρη (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ⮡ το ανθρώπινο χρωμόσωμα 13 είναι ακροκεντρικό
- ※ Σύμφωνα με αυτές, δύο ακροκεντρικά χρωμοσώματα ενώνονται στην περιοχή του κεντρομέρους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μετακεντρικού χρωμοσώματος. (Νικολίτσα Λουκάτου, Μελέτη της ζώνης επαφής των διαφορετικών χρωμοσωματικών φυλών του οικιακού ποντικού Mus musculus domesticus σε ΒΔ θέσεις του Robertsonian συστήματος της Πελοποννήσου, Διπλ. εργασία, Master thesis, 2021 [1])
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροκεντρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ακρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)