ακροκεφαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροκεφαλία οι ακροκεφαλίες
      γενική της ακροκεφαλίας των ακροκεφαλιών
    αιτιατική την ακροκεφαλία τις ακροκεφαλίες
     κλητική ακροκεφαλία ακροκεφαλίες
Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται σπάνια.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακροκεφαλία < (λόγιο δάνειο) γαλλική acrocéphalie < acrocéphale + -ie

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾo.ce.faˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐κε‐φα‐λί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακροκεφαλία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]