ακροπατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακροπατώ < ακρο- + πατώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾo.paˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐πα‐τώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ακροπατώ, πρτ.: ακροπατούσα, αόρ.: ακροπάτησα

  1. πατώ στις μύτες των ποδιών
  2. (μεταφορικά) βαδίζω με προσοχή και ήσυχα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]