ακροποδητί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροποδητί < μεσαιωνική ελληνική ἀκροποδητί < ἄκρος + πούς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾɔ.pɔ.ði.ˈti/
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακροποδητί
- στις μύτες των ποδιών, πολύ σιγά και προσεκτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροποδητί
|