ακροποταμιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακροποταμιά | οι | ακροποταμιές |
γενική | της | ακροποταμιάς | των | ακροποταμιών |
αιτιατική | την | ακροποταμιά | τις | ακροποταμιές |
κλητική | ακροποταμιά | ακροποταμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾo.po.taˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐πο‐τα‐μιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροποταμιά θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ακροπόταμος (παρωχημένο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
τοπωνύμια:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ακρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)