ακροστασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροστασία θηλυκό
- είδος σωματικής άσκησης ή στάσης, κατά την οποία σηκώνουμε το σώμα αργά, καθώς στηριζόμαστε στα ακροδάχτυλα των ποδιών