Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακροστόλι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακροστόλι < άκρο + στόλισμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακροστόλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]