ακροστόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροστόλι ουδέτερο
- το ακρόπρωρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροστόλι
→ δείτε τη λέξη ακρόπρωρο |