ακροστόλι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακροστόλι ουδέτερο
- το ακρόπρωρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροστόλι
→ δείτε τη λέξη ακρόπρωρο |