ακροώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροώμαι < αρχαία ελληνική ἀκροάομαι-ῶμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ακροώμαι, στ.μέλλ.: θα ακροαστώ, αόρ.: ακροάστηκα
- ακούω προσεκτικά
- δέχομαι σε ακρόαση
- (για γιατρό) εξετάζω ασθενή χρησιμοποιώντας στηθοσκόπιο