ακρυστάλλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρυστάλλωτος < α- + κρυσταλλώνω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακρυστάλλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει κρυσταλλωθεί ή αποκρυσταλλωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κρύσταλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακρυστάλλωτος
|