ακρόαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρόαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρόαση θηλυκό
- η προσεκτική παρακολούθηση ομιλίας, μουσικού έργου ή άλλης πηγής ήχου
- η υποδοχή κάποιου ώστε να κάνει επίσημο αίτημα (συνήθως σε αρχή)
- η παρουσίαση γεγονότων, επιχειρημάτων, μαρτυρίας κλπ. μπροστά σε δικαστικές αρχές