ακρόπρωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακρόπρωρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) ξύλινο σκαλιστό κόσμημα που έφεραν άλλοτε τα ιστιοφόρα στην πλώρη τους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ακρόπρωρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακρόπρωρο