ακρόσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρόσωμα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈkɾo.so.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρό‐σω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρόσωμα ουδέτερο
- (βιολογία) το ακριανό τμήμα σπερματοζωαρίου, που παίζει σημαντικό ρόλο στη γονιμοποίηση.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ακρόσωμα στη Βικιπαίδεια