ακρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρότητα < ἀκρότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρότητα θηλυκό
- το αποτέλεσμα της ακραίας συμπεριφοράς, εκείνο που ξεπερνά το αποδεκτό όριο ακόμα και στην παρεκκλίνουσα συμπεριφορά