ακτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτή | οι | ακτές |
γενική | της | ακτής | των | ακτών |
αιτιατική | την | ακτή | τις | ακτές |
κλητική | ακτή | ακτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτή < αρχαία ελληνική ἀκτή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτή θηλυκό
- (γεωγραφία) το μέρος της ξηράς που γειτνιάζει με τη θάλασσα, παραλία
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ακτή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτή
|