ακτιβιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτιβιστικός η ακτιβιστική το ακτιβιστικό
      γενική του ακτιβιστικού της ακτιβιστικής του ακτιβιστικού
    αιτιατική τον ακτιβιστικό την ακτιβιστική το ακτιβιστικό
     κλητική ακτιβιστικέ ακτιβιστική ακτιβιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτιβιστικοί οι ακτιβιστικές τα ακτιβιστικά
      γενική των ακτιβιστικών των ακτιβιστικών των ακτιβιστικών
    αιτιατική τους ακτιβιστικούς τις ακτιβιστικές τα ακτιβιστικά
     κλητική ακτιβιστικοί ακτιβιστικές ακτιβιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτιβιστικός < ακτιβιστής + -ικός < γαλλική activiste

Επίθετο[επεξεργασία]

ακτιβιστικός

  • που έχει σχέση με τον ακτιβιστή ή τον ακτιβισμό ή αναφέρεται σ' αυτούς
    ※  Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής της πανδημίας είναι η μαχητική παρουσία ενός ψεκασμένου δικαιωματισμού, τόσο ακροδεξιού όσο και ακροαριστερού .... Σήμερα βλέπουμε ο λόγος των δικαιωμάτων να χρησιμοποιείται είτε σε ακροαριστερές ακτιβιστικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, είτε για να δικαιολογήσει την αντιεμβολιαστική επιλογή από ακραία συντηρητικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή δηλωμένα ακροδεξιούς. (Ψεκασμένος δικαιωματισμός ή δημόσια υγεία; metarithmisi.gr, 11/7/2021[1])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]