ακτινίδιο
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ακτινίδιο | ακτινίδια |
γενική | ακτινιδίου & ακτινίδιου |
ακτινιδίων & ακτινίδιων |
αιτιατική | ακτινίδιο | ακτινίδια |
κλητική | ακτινίδιο | ακτινίδια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτινίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική actinidium < αρχαία ελληνική ἀκτίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτινίδιο ουδέτερο
- γένος φυτών και ο καρπός του, της οικογένειας ακτινιδιίδες, που προέρχεται από την Ασία
- Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Massey, στη Νέα Ζηλανδία, το ακτινίδιο είναι πλούσιο σε ακτινιδίνη: ένα ένζυμο το οποίο φάνηκε να διασπά πρωτεϊνούχες τροφές όπως π.χ. το κόκκινο κρέας, τα γαλακτοκομικά και το ψάρι ταχύτερα σε σχέση με τα πεπτικά ένζυμα. (*)
[επεξεργασία]
- ακτινιδίνη
- → δείτε τη λέξη: ακτίνα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ακτινίδιο στη Βικιπαίδεια