ακτινοδερματίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτινοδερματίτιδα < ακτίνα + δερματίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτινοδερματίτιδα θηλυκό
- (ιατρική): δερματίτιδα που οφείλεται σε έκθεση ακτινοβολίας, που εκδηλώνεται ως ερύθημα, διάβρωση ή εξέλκωση, ή και αργότερα με υπέρχρωση ή και εξέλκωση ή άλλη αλλοίωση που χρόνια μπορεί να εξελιχθεί σε καρκίνο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινοδερματίτιδα
|