Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακτινοθεραπευτική

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοθεραπευτική οι ακτινοθεραπευτικές
      γενική της ακτινοθεραπευτικής των ακτινοθεραπευτικών
    αιτιατική την ακτινοθεραπευτική τις ακτινοθεραπευτικές
     κλητική ακτινοθεραπευτική ακτινοθεραπευτικές
Σπάνιος ο πληθυντικός
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακτινοθεραπευτική < ακτινο- + θεραπευτική, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radiothérapie)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kti.no.θe.ɾa.pe.ftiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτινοθεραπευτική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακτινοθεραπευτική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]