ακτινολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινολογικός η ακτινολογική το ακτινολογικό
      γενική του ακτινολογικού της ακτινολογικής του ακτινολογικού
    αιτιατική τον ακτινολογικό την ακτινολογική το ακτινολογικό
     κλητική ακτινολογικέ ακτινολογική ακτινολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινολογικοί οι ακτινολογικές τα ακτινολογικά
      γενική των ακτινολογικών των ακτινολογικών των ακτινολογικών
    αιτιατική τους ακτινολογικούς τις ακτινολογικές τα ακτινολογικά
     κλητική ακτινολογικοί ακτινολογικές ακτινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Η πρώτη επίδειξη ακτινολογικής απεικόνισης του Ρέντγκεν, με το χέρι του διακεκριμένου συναδέλφου του, Ελβετού Alfred von Kolliker.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτινολογικός < ακτινολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ακτινολογικός

  1. (ιατρική) ο σχετικός με την ακτινολογία
    ακτινολογικός έλεγχος
    ακτινολογική εξέταση
    ακτινολογικό εύρημα
  2. το ουδέτερο (το ακτινολογικό) χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό
    Ο ασθενής με το νούμερο 3 να περάσει στο ακτινολογικό (εννοείται: στο ακτινολογικό τμήμα του νοσοκομείου)


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]