ακτινολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτινολογικός < ακτινολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ακτινολογικός
- (ιατρική) ο σχετικός με την ακτινολογία
- ακτινολογικός έλεγχος
- ακτινολογική εξέταση
- ακτινολογικό εύρημα
- το ουδέτερο (το ακτινολογικό) χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ακτινοσκοπικός
- ακτινοδιαγνωστικός
- ραδιογραφικός (παλιότερα)
- ραδιολογικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινολογικός