ακτινοσκοπήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ακτινοσκοπήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ακτινοσκόπηση
- εναλλακτικά: ακτινοσκόπησης
ακτινοσκοπήσεως θηλυκό