ακτινοσκοπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινοσκοπικός η ακτινοσκοπική το ακτινοσκοπικό
      γενική του ακτινοσκοπικού της ακτινοσκοπικής του ακτινοσκοπικού
    αιτιατική τον ακτινοσκοπικό την ακτινοσκοπική το ακτινοσκοπικό
     κλητική ακτινοσκοπικέ ακτινοσκοπική ακτινοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινοσκοπικοί οι ακτινοσκοπικές τα ακτινοσκοπικά
      γενική των ακτινοσκοπικών των ακτινοσκοπικών των ακτινοσκοπικών
    αιτιατική τους ακτινοσκοπικούς τις ακτινοσκοπικές τα ακτινοσκοπικά
     κλητική ακτινοσκοπικοί ακτινοσκοπικές ακτινοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτινοσκοπικός < ακτίνα + σκοπέω-ῶ + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ακτινοσκοπικός -ή -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]