ακτινοστόλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακτινοστόλιστος -η -ο
- οτιδήποτε κοσμείται με ακτίνες
- ο στολισμένος με ακτίνες
- * το άγαλμα της ελευθερίας είναι ακτινοστόλιστο
- * ακτινοστόλιστο στέμμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινοστόλιστος
|