ακτινοστόλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακτινοστόλιστος η ακτινοστόλιστη το ακτινοστόλιστο
      γενική του ακτινοστόλιστου της ακτινοστόλιστης του ακτινοστόλιστου
    αιτιατική τον ακτινοστόλιστο την ακτινοστόλιστη το ακτινοστόλιστο
     κλητική ακτινοστόλιστε ακτινοστόλιστη ακτινοστόλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακτινοστόλιστοι οι ακτινοστόλιστες τα ακτινοστόλιστα
      γενική των ακτινοστόλιστων των ακτινοστόλιστων των ακτινοστόλιστων
    αιτιατική τους ακτινοστόλιστους τις ακτινοστόλιστες τα ακτινοστόλιστα
     κλητική ακτινοστόλιστοι ακτινοστόλιστες ακτινοστόλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτινοστόλιστος < ακτίνα + στολή + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ακτινοστόλιστος -η -ο

  • οτιδήποτε κοσμείται με ακτίνες
  • ο στολισμένος με ακτίνες
* το άγαλμα της ελευθερίας είναι ακτινοστόλιστο
* ακτινοστόλιστο στέμμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]