ακτινόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακτινόμετρο τα ακτινόμετρα
      γενική του ακτινομέτρου
ακτινόμετρου
των ακτινομέτρων
    αιτιατική το ακτινόμετρο τα ακτινόμετρα
     κλητική ακτινόμετρο ακτινόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτινόμετρο < ακτίν(α) + -ο- + -μετρο(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ktiˈno.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νό‐με‐τρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτινόμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]