ακτοφρουρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτοφρουρός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ακτοφύλακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτοφρουρός
|
ακτοφρουρός αρσενικό
|