ακτοφυλακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ακτοφυλακή
      γενική της ακτοφυλακής
    αιτιατική την ακτοφυλακή
     κλητική ακτοφυλακή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτοφυλακή < (καθαρεύουσα) ἀκτοφυλακή < ακτ(ή) + -ο- + φυλακή (κατά το χωροφυλακή), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coast guard

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτοφυλακή θηλυκό

  • η φύλαξη λιμένων και ακτών από το Λιμενικό Σώμα -ο όρος ακτοφυλακή χρησιμοποιείται παρότι δεν υπάρχει σώμα ακτοφυλάκων πλέον και τα καθήκοντα αυτά ασκούνται από λιμενοφύλακες.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]